Η πολιτική ιστορία της μεταπολίτευσης προσφέρει πληθώρα παραδειγμάτων ευκαιριακής τακτικής και ιδεολογικής ευελιξίας. Ωστόσο, η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ και η σχέση του με το ΠΑΣΟΚ ξεχωρίζει, όχι μόνο για την ένταση της αντιπαράθεσης, αλλά κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο διαστρεβλώθηκε ο πολιτικός διάλογος και υπονομεύθηκε κάθε προοπτική συνεννόησης στον χώρο της Κεντροαριστεράς.
Από το 2010 και για περισσότερο από μια δεκαετία, το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στο επίκεντρο μιας συστηματικής και διαρκούς αποδόμησης. Στην προσπάθειά του να καρπωθεί τη φθορά του παλιού πολιτικού συστήματος, ο ΣΥΡΙΖΑ έχτισε τη ρητορική του πάνω στην απόλυτη ενοχοποίηση ενός κόμματος, αδιακρίτως προσώπων, ιστορικού βάρους ή πολιτικής συμβολής. Η ρητορική αυτή δεν περιορίστηκε στην πολιτική κριτική· επεκτάθηκε σε προσωπικές επιθέσεις, ακραίους χαρακτηρισμούς και στοχοποίηση στελεχών. Δεν ήταν απλώς πολιτική αντιπαλότητα· ήταν συστηματική προσπάθεια πολιτικής – και ενίοτε προσωπικής – εξόντωσης.
Ταυτόχρονα, παρατηρήθηκε μαζική μετακίνηση στελεχών του ευρύτερου κεντροαριστερού χώρου προς τον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς απολογισμό ή ουσιαστική ιδεολογική επεξεργασία. Ονόματα όπως ο Χρήστος Σπίρτζης, η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, ο Γιάννης Ραγκούσης και ο Γιάννης Μαντζουράνης, που κάποτε είχαν βρεθεί σε θέσεις ευθύνης στο ΠΑΣΟΚ, πρωτοστατούσαν πλέον στις επιθέσεις κατά του κόμματος που τους ανέδειξε. Το φαινόμενο αυτό δεν εξέφραζε πολιτική μετεξέλιξη, αλλά καιροσκοπισμό.
Η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε μια κρίσιμη δοκιμασία πολιτικής αξιοπιστίας. Από τη ρητορική του σκισίματος των μνημονίων, πέρασε στην εφαρμογή του τρίτου και σκληρότερου μνημονίου. Η εμπειρία της εξουσίας αποκάλυψε την απουσία σχεδίου, την εργαλειοποίηση των θεσμών, την απαξίωση κάθε έννοιας θεσμικής ευθύνης. Η πολιτική του συμπεριφορά χαρακτηρίστηκε από επιθετικότητα, περιφρόνηση προς τους θεσμούς και βαθιά υποτίμηση της αντίθετης άποψης.
Κι όμως, ο ίδιος αυτός πολιτικός φορέας, που κάποτε επέλεγε να τραυματίζει θεσμικά και ηθικά κάθε φωνή που δεν υποτασσόταν στο αφήγημά του, σήμερα, έχοντας χάσει κάθε πρόσβαση στην εξουσία και χωρίς να μπορεί να σταθεί εκλογικά, εμφανίζεται να τείνει «χείρα φιλίας». Στελέχη που μέχρι χθες λοιδορούσαν, χλεύαζαν και απαξίωναν πολιτικούς αντιπάλους με μένος, εμφανίζονται τώρα με περισπούδαστο ύφος να μιλούν για συνεργασίες και μέτωπα, λες και τίποτα δεν έχει προηγηθεί. Πρόκειται για τον ορισμό του πολιτικού τυχοδιωκτισμού — όταν έχεις την εξουσία, επιδιώκεις την εξαφάνιση των άλλων· όταν την χάνεις, ανακαλύπτεις την “κουλτούρα διαλόγου”.
Η αντίθεση στην πολιτική κουλτούρα των δύο κομμάτων αποτυπώθηκε ξεκάθαρα στις πρόσφατες εσωκομματικές διαδικασίες. Το ΠΑΣΟΚ διεξήγαγε εκλογές με ευρεία συμμετοχή, απόλυτη διαφάνεια και θεσμική σοβαρότητα. Αντίθετα, οι εσωκομματικές του ΣΥΡΙΖΑ θύμισαν παρωδία: διαδικασίες σε νυχτερινά μαγαζιά, καταγγελίες για παρεμβάσεις «πορτιέρηδων», εσωτερικός αλληλοσπαραγμός και τελικά ένα αποτέλεσμα που περισσότερο τραυμάτισε παρά ανανέωσε. Η σύγκριση είναι αμείλικτη και αποκαλυπτική.
Αυτό που προκαλεί επιπλέον προβληματισμό είναι η στάση ορισμένων στελεχών του ίδιου του ΠΑΣΟΚ. Παρά την καθαρή εντολή των εσωκομματικών εκλογών, δεν δίστασαν να επαναφέρουν τα σενάρια «σύμπλευσης», παραγνωρίζοντας πλήρως τα βιώματα και την πολιτική βία που υπέστησαν οι σύντροφοί τους στο πρόσφατο παρελθόν. Με ευκολία λησμονούν την τοξικότητα, προσπερνούν την έλλειψη συγγνώμης και αναζητούν δρόμους συνεργασίας με όσους πριν λίγα χρόνια απαξίωναν τη μνήμη και την προσφορά ολόκληρης της παράταξης.
Το ΠΑΣΟΚ, εάν θέλει να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στον σύγχρονο πολιτικό χάρτη, οφείλει να εστιάσει σε δύο παράλληλες κατευθύνσεις: Πρώτον, σε συνεργασίες που βασίζονται σε προγραμματικές συγκλίσεις, όχι σε ευκαιριακά μείγματα επιβίωσης. Με πρόσωπα καθαρά, που έχουν πολιτική επάρκεια και μπορούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση σύγχρονων δημόσιων πολιτικών – όχι απλώς να «φέρουν ψήφους». Δεύτερον, σε σαφείς, τεκμηριωμένες προτάσεις, με δικό του πολιτικό στίγμα. Όχι ως ουρά της Ζωής Κωνσταντοπούλου, ούτε εγκλωβισμένο σε ετεροκαθορισμούς από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ΠΑΣΟΚ δεν έχει τίποτα να κερδίσει στο πεδίο του αντισυστημισμού ή της τεχνητής αγανάκτησης· αντιθέτως, έχει πολλά να προσφέρει εκεί όπου υπήρξε πάντα ισχυρό: στη σοβαρότητα, τη μετριοπάθεια και την προγραμματική υπευθυνότητα.
Αυτό ακριβώς είναι το δίλημμα που τίθεται σήμερα: η επανίδρυση της Κεντροαριστεράς θα προκύψει από τον διάλογο και την αυτογνωσία ή από τη συγκυριακή επιβίωση όσων δεν διαθέτουν πια εκλογικό έρεισμα; Γιατί η συνεννόηση προϋποθέτει πρώτα απ’ όλα πολιτική εντιμότητα. Και σε αυτό το μέτωπο, ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να έχει ανεξόφλητους λογαριασμούς.
Ο Χρήστος Αβδελλάς είναι Σύμβουλος Α’ Δημοτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης και Πολιτικός Επιστήμων, Σύμβουλος Ευρωπαϊκών πολιτικών
Comments